
Καλάβρυτα – Χελμός: τόπος ιστορικός.
Πολυτραγουδισμένος και στεφανωμένος με μυθικούς θρύλους και βουκολικές παραδόσεις, ο Χελμός – Αροάνια Όρη – είναι ιδανικό μέρος για ορειβάτες, αλλά και για απλούς περιπατητές. Το οροσύμπλεγμά του καλύπτει έκταση μεγαλύτερη από 60 τ. χλμ. Στους τέσσερις κορυφές του υπάρχουν μαγευτικά οροπέδια και μικρές κοιλάδες.
Από εκεί, η θέα είναι υπέροχη και ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να βλέπει σχεδόν όλη την Πελοπόννησο, τη Ρούμελη, καθώς και τα νησιά του Ιονίου. Μπορεί ν’ απολαύσει μία εξαιρετικής μαγείας ολοπόρφυρη ανατολή που διαρκεί περίπου δύο ώρες.
Το όνομα του (Χελμός) το απέκτησε κατά τη διάρκεια των Βυζαντινών χρόνων, και είναι σλαβικής προέλευσης. Σημαίνει “ χιονισμένο βουνό“. Το όνομα Αροάνια έλκει την καταγωγή του από την πελασγική εποχή και , όπως οι περισσότερες λέξεις και τοπωνύμια της εποχής εκείνης, που αποτυπώνονταν στη γραμμική Α δεν έχουν ετυμολογηθεί.
Τα τοπωνύμια και η ιστορία τους
Ολόκληρος, πάντως, ο Χελμός είναι γεμάτος από νεότερα εκφραστικά τοπωνύμια τα οποία, εάν μη τι άλλο, υποδηλώνουν τη συνεχή κατοίκηση του. Αλλά τοπωνύμια έλκουν την καταγωγή τους από το είδος της βλάστησης, όπως Μαυρόλογγος, Γτερόλακκος κ.λπ. Αλλά από τα άγρια ζώα που σύχναζαν εκεί – όπως Λυκόρεμα, Λαζέικα, Περδικόβρυση κ.λπ. – από το σχήμα τους, για παράδειγμα Καστράκι (ένα διάσελο το οποίο υψώνεται ως πύργος), Πλάκα κ.λπ.
Υπάρχουν τοπωνύμια στον Χελμό που χρωστούν το όνομά τους σε κάποιον θρύλο. Σε υψόμετρο 2.290 μ. υψώνεται ο βράχος του Βοϊβόντα – που, σύμφωνα με τον θρύλο ήταν ένας ληστής τον οποίο οι θεοί “μαρμάρωσαν” όταν ξεκίνησε να καταστρέψει ένα χωριό. Ένας άλλος βράχος είναι αυτός του Αγά, που “κρατά” χιόνια μέχρι και τον Αύγουστο. Ο Αγάς Έζησε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και τον βρήκε αστροπελέκι, όταν κατέβαινε από το βουνό να “χαλάσει” μια εκκλησιά.
Η λαϊκή φαντασία έχει λειτουργήσει καταλυτικά και έχει ονοματίσει σχεδόν καθετί σε αυτό το βουνό. Τη μεγάλη κορυφή προς τα δυτικά, όπου φυσομανούν συνεχώς δυνατοί άνεμοι και η οποία υψώνεται σε μια επιβλητική κορυφή και ύστερα “γκρεμίζεται” σ’ ένα μεγάλο βάραθρο , την αποκάλεσε Νεραϊδόραχη, γιατί… έβλεπε τις νεράιδες ν’ ανεμίζουν τα αέρινα πέπλα τους.
Στο καταφύγιο του Ελληνικού Ορειβατικού Συνδέσμου
“Κουτουλόπυργοι” αποκαλείται μια σειρά από βράχους, στα 2.285 μ. υψόμετρο, που μοιάζουν να… κουτουλάνε μεταξύ τους. Στο καταφύγιο του Ελληνικού Ορειβατικού Συνδέσμου, σ’ ένα διάσελο στα 2.000 μ., υπάρχει μια πηγή που την αποκαλούν “του Πουλιού Βρύση”, γιατί τα νερά είναι τόσο παγωμένα ώστε για να πιει κάποιος θα πρέπει να δοκιμάζει στάλα-στάλα το νερό, όπως τα πουλιά. Τα μέρη, επίσης, όπου υπάρχουν στρούγκες τσοπάνηδων φέρουν τ’ όνομα του ιδιοκτήτη.
Το βουνό, χαρακτηρίζεται ως βοτανικός παράδεισος σπάνιων φυτών, αλλά και ενδημικών ειδών. Εδώ φύονται φυτά με θεραπευτικές ιδιότητες, γνωστά στους κατοίκους των ορεινών χωριών, από τα οποία παρασκευάζουν διάφορες αλοιφές. Η ευρύτερη περιοχή του όρους του Χελμού – 17.500 στρέμματα – έχουν κηρυχθεί από το 1977 “Ειδικής Προστασίας, για την άγρια ορνιθοπανίδα”.
Η Πόλη των Καλαβρύτων
Τα Καλάβρυτα είναι ένας τόπος προικισμένος από τη φύση και την ιστορία. Κτισμένα στις παρυφές του Χελμού, “καρφωμένα” σε μια αγκαλιά πράσινου, με το υγρό στοιχείο να φλυαρεί ακατάπαυστα αρχαίους και νέους μύθους και περικυκλωμένα από κάθετους βράχους αποτελούν έναν από τους πλέον ξεχωριστούς τουριστικούς προορισμούς της Πελοποννήσου.
Το κουβάρι της ιστορικής μνήμης που αγκαλιάζει την πόλη Καλαβρύτων χάνεται στην απαρχή της γέννησης αυτού του κόσμου και, παράλληλα, περιπλέκεται με τα πλέον σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας (της Επανάστασης του 1821, καθώς και της Εθνικής Αντίστασης της περιόδου 1941 – 43) με τρόπο οδυνηρό αλλά και ένδοξο, σημαδεύοντας ανεξίτηλα τη γη των κατοίκων της αρχαίας Κύναιθας.
Η ομορφιά της πόλης αυτής, με τα σύγχρονα ή αναπαλαιωμένα νεοκλασικά της, φτιαγμένα από πελεκητή πέτρα – σε τετράγωνα και ορθογώνια παραλληλόγραμμα σχήματα – με τις κατακόκκινες κεραμιδένιες στέγες, καλεί τον επισκέπτη σε μοναδικούς περιπάτους.
Οι αλέες με τα ψηλόσωμα πλατάνια και τις πυκνόφυλλες λεύκες δημιουργούν ένα συνεχές παιχνίδισμα σκιών, αναπλάθοντας τις ακτίνες του ήλιου μέσα από τα φυλλώματά τους με συνεχείς αντανακλάσεις οι οποίες χαράσσουν τα σπίτια και τους δρόμους με λωρίδες εναλλασσόμενη φωτεινότητας.
Περπατώντας τον τόπο
Οι μυρωδιές από τους λουλουδιασμένους κήπους ανταμώνουν με αυτές του νοτισμένου χώματος που αφήνει πίσω της η πρωινή πάχνη ενώ η σταδιακή αποχώρησή της με το πέρασμα της ώρας αποκαλύπτει κομμάτια ενός καταγάλανου ουρανού, ο οποίος με τη σειρά του αποκαθιστά τη χρωματική παλέτα της πόλης.
Δύσκολα μπορεί να σκεφτεί κάποιος ότι η πόλη των Καλαβρύτων γνώρισε την ολοκληρωτική καταστροφή πριν από περίπου 60 χρόνια και ότι όλος ο αρσενικός πληθυσμός της σφαγιάστηκε από τα μυδράλια του γερμανικού στρατού στην κατοχή, ως αντίποινα για τη δράση των ανταρτών της περιοχής.
Στην άκρη της πόλης, το κλασσικό κτίριο του σιδηροδρομικού σταθμού για τον οδοντωτό φαντάζει σαν από κάποια άλλη εποχή, δίνοντας το στίγμα της καλαβρυτινής αρχιτεκτονικής. Ένας καλοστρωμένος δρόμος που ξεκινά από την πόρτα του σταθμού περνά μπροστά από το Μουσείο του Ολοκαυτώματος, στην αυλή του οποίου ένα γλυπτό από χυτό σίδηρο απεικονίζει το σούρσιμο των νεκρών από τον τόπο της εκτέλεσής τους, με πρωταγωνιστή τη μητέρα και τα ορφανά παιδιά του αδικοχαμένου.
Η ιστορία που πληγώνει τη μνήμη
Ο ίδιος δρόμος οδηγεί στην κεντρική πλατεία της πόλης – ζωντανή και σχεδόν πάντοτε σκιασμένη καθώς την κυκλώνουν πυκνές συστάδες από παχύκορμα πεύκα και αιωνόβια πλατάνια. Το τζαμωτό τουριστικό περίπτερο, τα κιόσκια και το Ηρώον, μέσα σε μεγάλα πολύχρωμα λουλουδιασμένα παρτέρια. Εκεί, δεσπόζει η αναστηλωμένη Μητρόπολη. Δίπλα της, το καμπαναριό με το μεγάλο ρολόι, σταματημένο την ώρα του χαλασμού της 13ης Δεκεμβρίου του ’43.
Απέναντι της, το παλαιό βυζαντινό εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής, μικρογραφία μίας τετράκλιτης βασιλικής. Και αργότερα, ο δρόμος της αγοράς, γεμάτος με μαγαζάκια που πωλούν τοπικά προϊόντα, βότανα, μέλι, χυλοπίτες, κ.ά., σε οδηγεί στην άλλη άκρη της πόλης, όπου τα σπίτια αρχίζουν ν’ ανηφορίζουν την πλαγιά.
Αρχοντικά, εκκλησίες και ξεχωριστά οικήματα
Το αρχοντικό της Παλαιογίνας, το Καλλιμανοπούλειο Εκκλησιαστικό Διακονικό Κέντρο και το Διοικητήριο ξεχωρίζουν. Στα κάθετα στενάκια της μεγάλης αυτής ευθείας, που χωρίζει την πόλη στα δύο – με κατεύθυνση από τα δυτικά προς τ’ ανατολικά υπάρχουν δεκάδες καταστήματα, παντοπωλεία, γενικού εμπορίου κ.ά., ενταγμένα στο παραδοσιακό στιλ της τοπικής αρχιτεκτονικής καθώς και μικρά μαγέρικα και ψητοπωλεία.
Το χιονοδρομικό κέντρο έχει πολλαπλασιάσει τους χειμερινούς επισκέπτες της πόλης και, συχνά, είναι δυσχερής η ανεύρεση στέγης τους μήνες που οι πίστες του είναι κατάφορτες από χιόνι. Ο εκκλησιαστικός τουρισμός, ο οποίος κατευθύνεται στην Αγία Λαύρα και το Μέγα Σπήλαιο, αποτελεί σταθερή αξία για την οικονομία της πόλης. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έχει δοθεί βάρος και στη νυχτερινή ζωής των επισκεπτών της πόλης, προσθέτοντας “διασκεδαστήρια”, μπαρ και καφετέριες, στον κατάλογο των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών.
Το Κάστρο στα Καλάβρυτα
Το όνομα Καλάβρυτα προέρχεται από την ονομασία “Καλές Βρύσες” και καταγράφηκε ιστορικά στις αρχές του ΙΓ αιώνα, όταν οι Φράγκοι κατακτητές κυρίευσαν την Πελοπόννησο μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους. Η σφραγίδα της φράγκικης κατοχής είναι το κάστρο της πόλης όπου βρίσκεται σ’ έναν βράχο, δυτικά των Καλαβρύτων.
Κατά το μοίρασμα της χώρας, η περιοχή έλαχε στον Γάλλο φεουδάρχη Othon de Tournay, ο οποίος το 1208 έχτισε το κάστρο “Καλοβράτ” ή “λα Γκριφ” στην κορυφή βουνού επάνω από την τότε πολίχνη. Η σημερινή πόλη είναι κτισμένη και αυτή αρκετά ψηλά στις πλαγιές του βουνού, σε υψόμετρο 750 μ., δυτικά του κάστρου – στη θέση της αρχαίας πόλης Κύναιθα. Η κορυφή του λόφου αποτελεί φαρδύ οροπέδιο σε ύψως 190 μ. με μήκος 350μ. και πλάτος 100 μ.
Αυτές είναι περίπου και οι διαστάσεις του κάστρου, διότι ο περίβολος του φρουρίου καταλαμβάνει όλα τα κράσπεδα του οροπεδίου ενώ υπάρχουν δεξαμενές νερού και μία πηγή με άφθονο νερό έξω, επάνω ακριβώς από τα Καλάβρυτα και λίγο χαμηλότερα από το κάστρο. Πρόκειται για την πηγή που αναφέρει ο Παυσιανίας κατά την περιήγησή του, την έξοδο της οποίας την τοποθετούσε 2 στάδια (περίπου 340 μ. ) ψηλότερα από την αρχαία πόλη. Το νερό της πηγής λεγόταν “άλυσσον” και “Αλυσσος” λεγόταν η ίδια η πηγή, γιατί όπως υποστηρίζουν οι αρχαίοι κάτοικοι της περιοχής, προστάτευε αυτούς που το έπιναν από τη λύσσα.
Στο κάστρο το παλιό
«Ο λόφος, όπου ορθώνεται ο βράχος των Καλαβρύτων» γράφει ο περιηγητής Buchon, «είναι απρόσιτος απ’ όλα τα μέρη, εκτός από την πλευρά του φρουρίου όπου βρίσκεται η πύλη, αλλά και για να φθάσει κανείς εκεί η ανάβαση είναι δυσκολοκατόρθωτη». Η πύλη, που διατηρεί ακόμα δεξιά και αριστερά τα διατειχίσματά της είναι ακριβώς προς την αντίθετη πλευρά της σημερινής πόλης.
Σε όλη την περιφέρεια του μεγάλου οροπεδίου, γύρω στην κορυφή του βουνού, τα τείχη κρατούν αρκετά καλά διατηρημένα. Σώζονται, ακόμη, δύο τετράγωνοι πύργοι, ο ένας εκ των οποίων αποτελεί τμήμα του περιβόλου και ο άλλος, πολύ πιο σημαντικός, “αντικρίζει” τον “Τρέμουλα”, όπως αποκαλείται το απέναντι βουνό.
Η ιστορία της περιοχής
Η περιοχή απελευθερώθηκε το 1263 μ.Χ., όπως πληροφορεί ένα έγγραφο που ανακάλυψε ο Will Miller σε ενετικά αρχεία. Το 1278 τα Καλάβρυτα ήταν και πάλι ελληνικά. Ο Ι. Σφηκόπουλος εκτιμά ότι το γεγονός της απελευθέρωσης προφανώς οφείλονταν στο Μεγάλο Δομέστικο Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, αδερφό του αυτοκράτορα της Νίκαιας και έπειτα της Κωνσταντινούπολης, Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου ο οποίος είχε σταλεί για να πολεμήσει τον Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο.
Το 1400, το κάστρο και η πόλη των Καλαβρύτων περνά στα χέρια των ιπποτών της Ρόδου, στους λεγόμενους καλογεροΪππότες. Μετά τέσσερα χρόνια το μέρος ξανάγινε ελληνικό έως το 1460 όταν είχε κατέβει στον Μοριά ο ίδιος ο Μωάμεθ Β’. Αυτός, με τη δύναμη όχι μόνο των όπλων, αλλά και του δόλου, των ψεύτικων υποσχέσεων και της προδοσίας κατέστειλε την αντίσταση συνολικά των κατοίκων της πελοποννήσου.
Κατά την Επανάσταση του 1821 είναι γνωστός ο πρωταρχικός ρόλος των Καλαβρύτων. Πρώτοι ξεσηκωμένοι Ελληνες οι Καλαβρυτινοί , πολιόρκησαν τρεις τούρκικους πύργους τα ερείπια των οποίων φαίνονται ακόμη – γύρω από τη πόλη – και έπιασαν αιχμάλωτο τον Αρναούτογλου, “καϊμακάκη” (στρατιωτικό διοικητή) των Καλαβρύτων. Το 1827, ο Ιμπραήμ, γιος του Μεχμέτ Αλή, αντιβασιλέα της Αιγύπτου, έκαψε τα Καλάβρυτα, την Αγία Λαύρα και όλα τα χωριά και ρήμαξε τα τριγύρω μέρη. Δεν μπόρεσε, όμως, να κυριέψει το μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου το οποίο υπεράσπιζαν με σθένος οι καλόγεροι του.
Στην κορυφή άλλου βουνού, δυτικά και αυτό της πόλης των Καλαβρύτων, υπάρχουν τα ερείπια ενός άλλου κάστρου το οποίο έκτισε ο Νικόλας La Tremouille και χρησίμευε ως προμαχώνας του μεγάλου καλαβρυτινού κάστρου. Σήμερα, διατηρούνται ακόμη τμήματα των τειχών του με τις επάλξεις.
Καλάβρυτα: το Ολοκαύτωμα
Τα Καλάβρυτα ανήκουν στις “Μαρτυρικές Πόλεις” της Ευρώπης, τις πόλεις που ξεκληρίστηκαν και γνώρισαν τον πόνο και την καταστροφή κατά τις ημέρες του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Το μεσημέρι της 13ηςΔεκεμβρίου 1943, οι γερμανικές δυνάμεις Κατοχής εκτέλεσαν σχεδόν όλον τον άρρενα πληθυσμό των Καλαβρύτων, περίπου 700 άτομα.
Το δράμα των Καλαβρύτων, όμως, ξεκίνησε μερικού μήνες νωρίτερα. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, οι Γερμανοί γνωρίζουν μία σημαντική ήττα από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, μεταξύ των χωριών Ρογών και Κερπινής. Οι αντάρτες συλλαμβάνουν 80 Γερμανούς αιχμαλώτους. Ο γερμανός Διοικητής της περιοχής απαιτεί από τον ΕΛΑΣ την άμεση απελευθέρωση των Γερμανών αιχμαλώτων και απειλεί ότι θα εφαρμόσει τη διαταγή του Χίτλερ που ίσχυε σε όλες τις κατεχόμενες χώρες, να προχωρήσει σε αντίποινα σε βάρος του άμαχου πληθυσμού.
Ακολουθούν κρίσιμες εβδομάδες διαπραγματεύσεων μεταξύ της τοπικής ηγεσίας του ΕΛΑΣ και των Γερμανών, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Στις διαβουλεύσεις αυτές και ενόψει του αδιεξόδου που διαγράφονταν, αλλά και για να αποφευχθεί η σφαγή του άμαχου πληθυσμού, μετέχει και η Εκκλησία, προσπαθώντας να πείσει τους αντάρτες να απελευθερώσουν τους Γερμανούς αιχμαλώτους.
Η Ελλάδα στις πλάτες μιας πόλης
Ο γερμανός Διοικητής διαμηνύει στην ηγεσία του ΕΛΑΣ ότι, σε περίπτωση που οι αντάρτες προχωρήσουν σε εκτελέσεις των αιχμαλώτων, τότε για κάθε Γερμανό στρατιώτη που θα εκτελεσθεί θα “αναγκαστεί” να εκτελεί ως αντίποινα δέκα αθώους έλληνες πολίτες. Η ηγεσία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ παραμένει ανένδοτη και δεν απελευθερώνει τους αιχμάλωτους.
Στις 8 Δεκεμβρίου, ο γερμανικός στρατός κατοχής επιχειρεί μια σαρωτική αντεπίθεση και ανακαταλαμβάνει τα χωριά Ρωγοί και Κερπινή. Εισέρχεται ακόμη και στη μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, προσπαθώντας να εντοπίσει τους αιχμαλώτους και να τους απελευθερώσει. Το ίδιο βράδυ, ο τοπικός ΕΛΑΣ προχωρεί στην εκτέλεση των 80 γερμανών αιχμαλώτων, από τους οποίους θα διασωθεί μόνον ένας. Την επόμενη ημέρα, στις 9 Δεκεμβρίου του 1943, οι Γερμανοί καταλαμβάνουν αμαχητί τα Καλάβρυτα και αρχίζουν τις συλλήψεις των αρρένων κατοίκων.
Το πρωί της 13ης Δεκεμβρίου το δράμα ολοκληρώνεται. Οι συλληφθέντες κάτοικοι των Καλαβρύτων, περίπου 700, οδηγούνται σ’ ένα επικλινές χωράφι, στο ύψωμα Καππή επάνω από την πόλη και στις 12 το μεσημέρι εκτελούνται μαζικά με μυδράλια. Από την εκτέλεση θα επιζήσουν μόνον 11 άτομα τα οποία σώθηκαν καθώς θάφτηκαν κάτω από τα πτώματα των συγχωριανών τους.
Στιγμές δυνατές – η ιστορία που θλίβει
Παράλληλα, οι γερμανικές δυνάμεις είχαν συγκεντρώσει όλα τα γυναικόπαιδα στο σχολείο των Καλαβρύτων προς αποφυγήν τυχόν αντιδράσεων τους κατά την εκτέλεση.
Καφινκά, το σχολείο τυλίγεται στις φλόγες από άγνωστη αιτία. Τα έγκλειστα, τελικά, θα σωθούν. Ένας Αυστριακός αντιναζιστής θ’ ανοίξει τις πόρτες. Μετά την εκτέλεση, οι Γερμανοί βάζουν φωτιά σε πολλά σπίτια στα Καλάβρυτα, ολοκληρώνοντας την καταστροφή. Στο σημείο της εκτέλεσης σήμερα, υπάρχει ένα πέτρινο μνημείο με τα ονόματα των εκτελεσθέντων.
Τα Καλάβρυτα, για δεύτερη φορά, περνούν στο πάνθεον της Ιστορίας – την πρώτη φορά ήταν με την κήρυξη της Επανάστασης το 1821 στην Αγία Λαύρα – πληρώνοντας ακριβά το διαβατήριο της δόξας.
Η Αγία Λαύρα
Κοντά στα Καλάβρυτα, περίπου 4 χλμ., σε νότια κατεύθυνση, βρίσκεται η περίφημη Μονή της Αγίας Λαύρας. Το ιστορικό αυτό μοναστήρι ιδρύθηκε το 961 από τον ασκητή Αθανάσιο Αθωνίτη, 500 μέτρα ανατολικά της σημερινής μονής, στη θέση Παλαιομονάστηρο. Η αρχική μονή καταστράφηκε και λεηλατήθηκε τρεις φορές από τους Τούρκους και τους Αλβανούς, ενώ το 1943 πυρπολήθηκε από τον γερμανικό στρατό. Η Μονή υπήρξε θέατρο των πολεμικών γεγονότων της μεγάλης εξέγερσης του 1821 και διεκδικεί την πρωτοπορία για την εκεί κήρυξη της Επανάστασης από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό.
Το σημερινό κτίσμα χρονολογείται από το 1950 και, αν και πρόσφατο, είναι βαρύ από ιστορικές μνήμες. Διαθέτει σημαντικά και ανεκτίμητα κειμήλια στο σκευοφυλάκιό της, όπως το λάβαρο του απελευθερωτικού αγώνα τρυπημένο από τουρκική σφαίρα – πρόκειται για έργο του 16ου αιώνα, κεντημένο με βελόνι από την Ελληνίδα και Σμυρνία Χρύσω – την ποιμαντορική ράβδο και τα άμφια του Παλαιών Πατρών Γερμανού, την κάρα του Αγίου Αλεξίου, πολιούχου της πόλης των Καλαβρύτων που δωρήθηκε στη Μονή από τον Μανουήλ Κομνηνό – το 1359, το αδαμαντοκόλλητο Ευαγγέλιο, δώρο που λέγεται ότι ήταν δωρεά της Μεγάλης Αικατερίνης της Ρωσίας και άλλα λειτουργικά και εκκλησιαστικά σκεύη. Απέναντι από το μοναστήρι στέκεται υπερήφανο το ηρώο των αγωνιστών του 1821.
Στα βόρεια του μοναστηριού, σ’ ένα περίβλεπτο μέρος με μαγευτικό φυσικό περιβάλλον, υψώνεται το “Μνημείο του Έθνους”, που αναφέρεται στην Εθνεγερσία του 1821. Είναι ένα λιτό και απέριττο μνημείο, έργο του γλύπτη Μιχαήλ Τόμπρου, μία σύνθεση τριών αγαλμάτων της Ελευθερίας, του Κληρικού και του Αρματολού, η πλαισιωμένα με ανάγλυφες παραστάσεις. Η ιστορία του μνημείου αυτού ξεκίνησε το 1911, όταν ο Σύλλογος Καλαβρυτινών της Αθήνας συνέστησε επιτροπή για τη συγκέντρωση χρημάτων. Τελικά, τα εγκαίνια του έργου έγιναν στις 25 Μαρτίου το 1971.
Το Μέγα Σπήλαιο
Καρφωμένο στους πέτρινους βράχους, επιβλητικό στα μάτια κάθε ταξιδιώτη και στην ψυχή κάθε προσκυνητή, το μοναστήρι του Μέγα Σπηλαίου, μόλις 9 χλμ, πριν από τα Καλάβρυτα στη δεξιά όχθη του Βουραϊκού ποταμού, διασχίζει τους αιώνες κρατώντας αταλάντευτα την πορφύρα της Ορθοδοξίας. Το αρχικό κτίσμα – ένα μικρό ασκηταριό – δημιουργήθηκε από τους Θεσσαλονικείς αδελφούς Συμεών και Θεόδωρο το 362.
Η παράδοση, που εξιστορεί την εύρεση της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας, θέλει να είναι έργο μιας βοσκοπούλας – της Ευφροσύνης – που κάποια στιγμή ανακάλυψε το σπήλαιο, οδηγούμενη από τον τράγο του κοπαδιού της, ο οποίος είχε πιει νερό από την πηγή που υπήρχε εκεί.
Μέσα στο σπήλαιο, η Παναγία προειδοποίησε την Ευφροσύνη ότι θα φθάσουν στην περιοχή δύο μοναχοί, ο Συμεών και ο Θεόδωρος, και ότι θα πρέπει να τους υποδείξει το σημείο που βρίσκονταν η εικόνα της. Έτσι και έγινε. Οι μοναχοί έκτισαν την εκκλησία και “στέγασαν” την εικόνα που λέγεται ότι είναι έργο του Ευαγγελιστή Λουκά και είναι καμωμένη από κερί και μαστίχι.
Το κτίριο της Μονής υψώνεται επιβλητικά σε μια κατασκευή οκτώ ορόφων που παρακολουθεί τους κάθετους βράχους. Μέχρι σήμερα η Μονή καταστράφηκε τέσσερις φορές. Το 840 από τους Φράγκους (και ξανακτίστηκε το 1285), το 1440 και το 1640 από πυρκαγιές (και όπως αναφέρει επιγραφή στο υπέρθυρο του Καθολικού ανακαινίστηκε το 1641 και διατηρείται μέχρι σήμερα με μερικές προσθήκες). Κατά τους νεώτερους χρόνους καταστράφηκε το 1934 από πυρκαγιά κατά την οποία χάθηκαν και πολλά κειμήλια.
Η αποκατάσταση των ζημιών
Αφού αποκαταστάθηκαν οι ζημιές που είχε υποστεί, την έπληξε και νέα που είχε υποστεί, την έκπληξε και νέα καταστροφή στις 8 Δεκεμβρίου 1943 από τους Γερμανούς αυτή τη φορά, οι οποίου αφού τη λεηλάτησαν εκτέλεσαν και όσους μοναχούς δεν κατάφεραν να διαφύγουν. Στην συνέχεια, αφού κατέστρψαν την πόλη των Καλαβρύτων, πυρπόλησαν και την Μονή στις 13 Δεκεμβρίου 1943.
Μετά το 1979, πολλά από τα κλαπέντα κειμήλια ανακτήθηκαν ενώ η Μονή ανακαινίστηκε ριζικά.
Το Μέγα Σπήλαιο υπήρξε κέντρο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1821, με σημαντικότερη στιγμή την απόκρουση των στρατευμάτων του Ιμπραήμ το 1827. Στο Μουσείο του υπάρχουν πολλά ιερά κειμήλια, εθνικές στολές του Αγώνα, ιστορικά χειρόγραφα, ιερά σκεύη, χαλκογραφίες κ.λπ. Η φήμη του είναι μεγάλη και δέχεται χιλιάδες προσκυνητές κάθε χρόνο.
Το φημισμένο χιονοδρομικό κέντρο στα Καλάβρυτα
Δεκατέσσερα χιλιόμετρα από τα Καλάβρυτα και ύστερα από μία διαδρομή ανάμεσα σε αιωνόβια έλατα, ο επισκέπτης φθάνει στη βόρεια πλευρά του Χελμού, στη θέση Ξηρόκαμπος. Εκεί βρίσκεται το Χιονοδρομικό Κέντρο της περιοχής, η λειτουργία του οποίου βοηθά σημαντικά την οικονομία των Καλαβρύτων. Στη θέση Βαθιά Λάκκα, είναι ‘’ανεπτυγμένες’’ οι 12 πίστες του, συνολικού μήκους περί τα 20 χιλιομέτρων, οι οποίες θεωρούνται από τις καλύτερες στην Ελλάδα. Στο Χιονοδρομικό Κέντρο λειτουργούν 7 αναβατήρες, με συνολική δυνατότητα μεταφοράς 6.000 ατόμων την ώρα. Το Κέντρο διαθέτει επίσης, και πίστα cross countryski, αλλά και μονοπάτια πορείας και ορειβασίας. Δίπλα από τις εγκαταστάσεις του περνά το Ευρωπαϊκό Ορειβατικό Μονοπάτι Ε4.
Τα δύο πέτρινα κτίρια υποδοχής εντυπωσιάζουν με την ομορφιά τους καθώς και αυτό που είναι κτισμένο από κορμούς δένδρων – περίπου 1.050 τ.μ. – και προορίζεται για την ξεκούραση, τον καφέ και το φαγητό των χιονοδρόμων και των επισκεπτών. Μέσα στο Κέντρο, το οποίο λειτουργεί σταθμούς Α’ Βοηθειών, καταστήματα ενοικιάσεως εξοπλισμού και snowmobiles, καθώς και χώροι εκπαίδευσης.
Το ξακουστό Τηλεσκόπιο
Στην κορυφή της ΝεραΪδοράχης, σε υψόμετρο 2.341 μέτρων, το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών έχει εγκαταστήσει το μεγαλύτερο τηλεσκόπιο των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου.
Η εγκατάσταση του τηλεσκοπίου με την επωνυμία ‘’Αρίσταρχος’’ στην κορυφή αυτή του Χελμού έχει αποτελέσει την απαρχή ενός πρωτοποριακού ερευνητικού προγράμματος, με την παράλληλη λειτουργία ενός σύγχρονου ερευνητικού κέντρου.
Μέσα από το τηλεσκόπιο, η διάμετρος του οποίου είναι 2,3 μ., είναι δυνατή η παρατήρηση και ο εντοπισμός αστέρων έξω από το δικό μας πλανητικό σύστημα. Οι δυνατότητες του τηλεσκοπίου επιτρέπουν την παρατήρηση των διεργασιών στο εσωτερικό των αστέρων, μέσα στο οποίο παρασκευάζονται χημικά στοιχεία, τη διασπορά τους στον χώρο του διαστήματος, τις εκρήξεις κ.λπ. Μπορεί, επίσης, ν’ ανιχνεύει τη γέννηση νέων αστέρων, την πιθανή εμφάνιση μορφών ζωής και σειρά από άλλα αστρικά φαινόμενα.
Το φιλόξενο Καταφύγιο
Στο διάσελο, ανάμεσα στην κορυφή του Αυγού και της Νεραϊδοράχης βρίσκεται το παλαιότερο καταφύγιο του Χελμού. Σήμερα, είναι ανακαινισμένο από τον Ορειβατικό Σύλλογο Καλαβρύτων, διαθέτει τζάκι, κρεβάτια, κουβέρτες, σόμπα με καυσόξυλα και ένα πρόχειρο νοικοκυριό το οποίο μπορεί να εξυπηρετήσει τις βασικές ανάγκες των ορειβατών.
Στο καταφύγιο αυτό πριν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχε ένα ημερολόγιο στο οποίο οι επισκέπτες κατέγραφαν τις εντυπώσεις τους. Μεγάλες προσωπικότητες της εποχής, πολιτικοί, καθώς και άνθρωποι του πνεύματος και της επιστήμης, απολαμβάνοντας την ομορφιά της φύσης και την ερημιά του βουνού και τ’ απέραντα ελατοδάση, έγραψαν σ’ αυτό το ημερολόγιο.
Ανάμεσα τους και οι νομπελίστες Ελύτης και Σεφέρης, που αποτύπωσαν σε στίχους την αίσθηση που ένιωσαν αγναντεύοντας την εκπληκτική θέα που προσφέρεται από το καταφύγιο. Δυστυχώς, το ημερολόγιο χάθηκε και λέγεται ότι κάποιος τσοπάνος που δεν ήξερα γράμματα το χρησιμοποίησε ως προσάναμμα για τη φωτιά στο τζάκι.
Τα ύδατα της Στυγός
Βρίσκονται σε υψόμετρο 2.100 μ., στη νότια γυμνή, βραχώδη και απότομη Νεραϊδόραχη. Ο βράχος αυτός έχει ύψος πάνω από 200 μέτρα. Τα νερά που στάζουν και κυλούν επάνω του διασκορπίζονται σε μικρές σταγόνες από τον αέρα και ραντίζουν ολόκληρο τον βράχο. Οι ακτίνες του ηλίου διαθλώνται στις μικρές αυτές σταγόνες και δημιουργούν ένα εξαίσιο θέαμα, καθώς στον αέρα σχηματίζονται μικρά ουράνια τόξα.
Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τον τόπο αυτό κατοικία της Στυγός, μίας φοβερής θεάς η οποία προκαλούσε συμφορές στους ανθρώπους. Στην ‘’Αχιλληίδα’’ του Ρωμαίου συγγραφέα Στατίου αναφέρεται ότι η μητέρα του Αχιλλέα Θέτις ‘’βάπτισε’’ εκεί τον γιο της για να γίνει άτρωτος.
Οι βράχοι χάνονται σε μία μεγάλη άδενδρη ρεματιά, όπου δεν φυτρώνει ούτε ένα χόρτο. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι η ρεματιά αυτή οδηγούσε στο κέντρο της γης και ότι τα νερά της Στυγός σχημάτιζαν το ποτάμι του Κάτω Κόσμου, το οποίο περιέβαλε την κατοικία των νεκρών και ήταν δύσκολο κάποιος να το διαβεί.
Στις μαύρες του όχθες έμεναν επί 100 χρόνια οι νεκροί πού είχαν μείνει άταφοι και άκλαυτοι. Στην κορυφή του βράχου υπάρχει μία μικρή λίμνη, την οποίαν οι τσοπάνηδες αποκαλούν ‘’Μαυρολίμνη’’ εξαιτίας του σκοτεινού χρώματος των νερών της. Οι γεωλόγοι εκτιμούν ότι το σκοτεινόχρωμο πέτρωμα του βυθού της λίμνης αποτελεί τεκμήριο ότι εκεί υπήρξαν παγετώνες.
Στο Δρόμο για την Τρίπολη
Ο δρόμος από τα Καλάβρυτα για την Τρίπολη αποτελεί μία διαδρομή μοναδικής ομορφίας. Η διαδρομή αυτή κινείται την πίσω πλευρά του Χελμού, όπου σχηματίζεται μία μικρή πεδιάδα στην απέναντι πλευρά της οποίας ορθώνονται τ’ αρκαδικά βουνά.
Ένας ελικοειδής δρόμος ξεκινά από την κεντρική πλατεία των Καλαβρύτων και αρχίζει ν’ ανηφορίζει βορείως της πόλης. Περνά δίπλα από μνημείο του Ολοκαυτώματος και λίγο αργότερα διασταυρώνεται με τον δρόμο ο οποίος οδηγεί στο φραγκικό κάστρο. Περνά μέσα από δασωμένες πλαγιές και στην άκρη του διάσελου συναντά ένα μικρό βυζαντινό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου. Από το σημείο εκείνο, η πεδιάδα είναι ορατή και ο δρόμος αρχίζει να κατηφορίζει.
Άνω και Κάτω Σουδενά
Οι ιστορικοί Άνω και Κάτω Λουσοί ήταν ήδη γνωστοί ήδη από την αρχαιότητα, ενώ Σουδενά είναι η σημερινή τους ονομασία. Οι ταμπέλες τα υποδεικνύουν με το πλαίσιο τους όνομα. Στην περιοχή αυτή έζησαν οι γόνοι της οικογένειας των Πετμεζαίων μεγαλοτσιφλικάδες της περιοχής. Ο πύργος της οικογένειας βρίσκεται στους Κάτω Λουσούς και εντυπωσιάζει για το σχήμα των κυκλικών του πυργίσκων, μία αρχιτεκτονική που δεν την συνατνάμε στα σπίτια της περιοχής, αλλά παραπέμπει σε οικίσκους μεγαλοαγροτών στη νότια Γαλλία.
Ο πύργος, όπως άλλωστε και τα σπίτια των Κάτω Λουσών, είναι κτισμένος από την ντόπια γκρίζοπρασινωπή πέτρα, η οποία έχει λαξευτεί με τέτοιον τρόπο ώστε να δημιουργεί χρωματικές αντιθέσεις, ανάλογα με τη γωνία πρόσπτωσης των ηλιακών ακτινών. Οι κεραμοσκεπές είναι φτιαγμένες από μεγάλα κεραμίδια, σε μια γκρι-κόκκινη απόχρωση και φαντάζουν επιβλητικές. Και τα δύο χωριά έχουν χαρακτηριστεί παραδοσιακοί οικοσμοί και οι όποιες επεμβάσεις ακολουθούν αυστηρούς κανόνες οι οποίοι συνάδουν με τη γενικότερη αρχιτεκτονική φυσιογνωμία τους.
Μετά τους Κάτω Λουσούς
Από τους Κάτω Λουσούς υπάρχει πινακίδα η οποία οδηγεί τον επισκέπτη στον αρχαιολογικό χώρο, τον μοναδικό ανασκαμμένο στην περιοχή. Πρόκειται για το Ιερό της Ημερασίας Αρτέμιδας και στον αρχαίο οικισμό των Λουσών. Τα θεμέλια του Ιερού, καθώς και των άλλων οικοδομημάτων του αρχαίου αυτού οικισμού είναι ορατά και δλώνουν – από το μέγεθός τους, την ευμάρεια των αρχαίων κατοίκων τους. Οι ανασκαφές ξεκίνησαν το 1898 από το Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο και συνεχίζονται μέχρι και σήμερα.
Παρά το γεγονός ότι η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει στο φως σπάνια μηνμεία, αγγεία και νομίσματα, το μεγαλοπρεπές, όπως το περιγράφει ο Παυσιανίας, άγαλμα της Θεάς δεν έχει ακόμη εντοπιστεί. Ο μύθος της προκλασικής περιόδου, ο οποίος αναφέρεται και αυτός από τον Παυσανία, θέλει ο χώρος να έχει ‘’μαγικές’’ ιδιότητες, των οποίων έκανε χρήση ο μάντης της Ηλιδας Μελάμποδας και θεράπευε ψυχικές νόσους. Στους αρχαίους Λουσούς αναφέρεται ότι θεραπεύτηκαν οι κόρες του Προίτου βασιλιά της Τίρυνθας – οι οποίες είχαν καταληφθεί από ‘’μανία’’.
Το Σπήλαιο των Λιμνών
Το Σπήλαιο των Λιμνών, μόλις 16 χλμ. από τα Καλάβρυτα, στον επαρχιακό δρόμο για την Κλειτορία εντυπωσιάζει για την εξαιρετική του μορφολογία για τα μοναδικά σχήματα των σταλακτιτών και των σταλαγμιτών του, καθώς και για την ύπαρξη των υπογείων νερών του τα οποία σχηματίζουν μικρά ποτάμια και αβαθείς λίμνες σε 13 κλιμακωτά επίπεδα.
Η φυσική του είσοδος είναι ευρύχωρη (3,50 μ. ύψος και 6.50 μ. πλάτος) και το συνολικό μήκος του περίπου 2 χλμ. Το πρώτο τμήμα είναι ξηρό, καλυμμένο από παχύ στρώμα ερυθράς γης – μήκους περίπου 80 μ. Στο δεύτερο τμήμα του, περίπου 700 μ., υπάρχουν οι εκπληκτικής ομορφιάς κλιμακωτές λίμνες και οι τεράστιοι σταλακτίτες οι οποίοι ξεκινούν από την οροφή του σπηλαίου και χάνονται στα ακύμαντα νερά τους.
Το νερό του σπηλαίου προέρχεται από την έντονη ροή σταγόνων καθώς και από την υπόγεια καταβάθρα του Απανωκάμπου, η οποία βρίσκεται σε μεγαλύτερο ύψος, περίπου 4 χλμ. μακριά από το σπήλαιο. Η θερμοκρασία μέσα στο σπήλαιο κυμαίνεται από 17,5 έως 12,3 βαθμούς Κελσίου και η υγρασία του φθάνει και το 96,3%. Στα νερά των λιμνών του δεν επιβιώνουν ψάρια αλλά μόνον μικροοργανισμοί, ενώ έχουν καταγραφεί και 5 είδη νυχτερίδων.
Οι αυτοψίες των αρχαιολόγων
Οι πρώτες αυτοψίες αρχαιολόγων στο σπήλαιο χρονολογούνται από το 1967. Συστηματικές ανασκαφές ξεκίνησαν το 1992, οι οποίες αποκάλυψαν ενδείξεις για την κατοίκηση του σπηλαίου ήδη από την 6η χιλιετία π.Χ. Στα αρχαιολογικά ευρήματα συμπεριλαμβάνονται πήλινα αγγεία, κοσμήματα, οστέινα εργαλεία, καθώς και οστά 13 ατόμων που είχαν ταφεί εκεί, κατά τη νεότερη νεολιθική περίοδο.
Το σπήλαιο συγκεντρώνει με θαυμαστό τρόπο, όχι μόνον τη φυσική ομορφιά και τα λείψανα κατοίκησης και χρήσης, αλλά και την αρχαία γραπτή μαρτυρία και τον μύθο. Στα ‘’Αρκαδικά’’ του ο Παυσανίας αναφέρει ότι οι θυγατέρες του βασιλιά της Τίρυνθας, Προίτου, βρήκαν εκεί καταφύγιο όταν κατελήφθησαν από θεόσταλτη ‘’μανία’’, ως τιμωρία επειδή καυχήθηκαν ότι το παλάτι τους ήταν ωραιότερο από τον ναό της Ήρας, χλεύασαν το ξόανο της θεάς και αρνήθηκαν να λάβουν μέρος στις τελετές του Διονύσου.
Ο μύθος επιμένει ότι η ιερή αυτή ‘’μανία’’ μεταδόθηκε και στις γυναίκες της περιοχής, πολλές από τις οποίες πέθαναν από κακουχίες, καθώς εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και κατέφυγαν στα γύρω βουνά. Αν και δεν έχουν αποκαλυφθεί στοιχεία τα οποία θα συνηγορούσαν ότι το σπήλαιο είχε χρησιμοποιηθεί ως λατρευτικός χώρος χθονίων θεοτήτων, προκαλεί ερωτήματα η εκεί ανακάλυψη ανθρωπίνων οστών που ανήκουν σε νέες γυναίκες.
Ένας άλλος μύθος θέλει τα νερά του σπηλαίου να χρησιμοποιούνται για την αποστροφή των ανθρώπων από τον οίνο! Ο συσχετισμός των αρχαίων μύθων για το σπήλαιο και η σαφής αναφορά τους στη λατρεία του Διονύσου – τόπος τιμωρίας γυναικών που είχαν καταληφθεί από ‘’μανία’’ – έχει οδηγήσει τους σύγχρονους αρχαιολόγους σχολιαστές να εκτιμούν ότι πρόκειται για τη διαμάχη του απολλώνιου και διονυσιακού στοιχείου η οποία απαντάται και σε άλλες περιπτώσεις στην περιοχή της Αρκαδίας.
Στις πηγές του Αροανίου
Από τους Κάτω Λουσούς, ο επισκέπτης επιστρέφει στον κεντρικό δρόμο, ακολουθώντας την ταμπέλα η οποία τον οδηγεί στο υπόγειο παλάτι του Σπηλαίου των Λιμνών.
Λίγο αργότερα, συναντάμε την Καστριά, ένα απομονωμένο χωριουδάκι με πλούσιο φυσικό κάλλος, όμορφα αρχοντικά και παραδοσιακά σπιτάκια, τα παραθύρια των οποίων δυστυχώς παραμένουν κλειστά τους περισσότερους μήνες του χρόνου. Αφήνοντας, στα δεξιά του δρόμου την Καστριά ο επισκέπτης – ύστερα από λίγα χιλιόμετρα – ακολουθεί την ταμπέλα για το όμορφο χωριό του Πλανητέρου και τις πηγές του Αροανίου ποταμού.
Ένα πλατανοδάσος δημιουργεί πυκνή αλέα, κρύβοντας στην κυριολεξία τον ουρανό. Το Πλανητέρο είναι κτισμένο σε μία ‘’σέλα’’, ανάμεσα σ’ έναν βραχώδη λόγο και τη δασόφυτη πλαγιά του Χελμού. Παλαιότερα, στην περιοχή λειτουργούσαν νερόμυλοι και νεροτριβή για τα χοντρά μάλλινα ρούχα και σκεπάσματα. Οι μικρές αυτές βιοτεχνίες είναι πλέον ερειπωμένες και η οικονομία του τόπου στηρίζεται αποκλειστικά στον τουρισμό.
Ιχθυοκαλλιέργιες πέστροφας και σολομού
Οι πηγές του Αροανίου ‘’βγάζουν’’ ορμητικά τα νερά τους και η ροή τους γίνεται πιο ήπια ύστερα από μερικές εκατοντάδες μέτρα. Στο σημείο αυτό έχουν δημιουργηθεί δύο μεγάλες ‘’φάρμες’’ αναπαραγωγής πέστροφας και σολομού. Η παλαιότερη – ιδρύθηκες πριν από 30 χρόνια – η φάρμα ‘’Ριγόγιαννη’’, διαθέτει και ένα μικρό ξυλόκτιστο εστιατόριο και μικρή πέτρινη λίμνη, όπου μαύροι και λευκοί κύκνοι σεργιανούν. Ο γόνος της πέστροφας επιβιώνει σε τρεχούμενο νερό, μέσα σε μεγάλα αυλάκια, φραγμένα με λεπτές σίτες στις εξόδους τους.
Για να φθάσουν τα ψάρια το απαιτούμενο μέγεθος χρειάζεται να περάσουν 13 έως και 14 μήνες καθώς η διατροφή τους γίνεται με φυσικό τρόπο. Το περιβάλλον αποτελεί ένα μοναδικό μνημείο της φύσης και υπάρχουν ξενώνες οι οποίες προσφέρονται σε προσιτές τιμές. Τα νερά του Αροανίου ποταμού, αφού διασχίσουν την κοιλάδα της Κλειτορίας, σμίγουν με τον ποταμό Λάδωνα. Για τον επισκέπτη της περιοχής, αξίζει τον κόπο να επισκεφθεί και το χωριό Μάζι, ακολουθώντας τον δρόμο μετά από το χωριό του Πλανητέρου.
Το χωριό αυτό ήταν η γενέτρια των Χονδρογιανναίων, οπλαρχηγών του 1821, η ομάδα των οποίων έδρασε στη Χελωνοσπηλιά στις 16 Μαρτίου στην πρώτη ουσιαστικά μάχη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στην απαρχή της Επανάστσης. Οι κάτοικοι του χωριού αυτού, το οποίο σχεδόν όλο τον χρόνο είναι εγκαταλελειμμένο καθώς αποκλείεται από τα χιόνια, κατοικούν στην Κάτω Κλειτορία.
Η Κλειτορία και η ιστορία της
Το χωριό Γλάστρα είναι το σημείο όπου επιστρέφει ο επισκέπτης στον κεντρικό δρόμο, απ’ όπου σε 3 – 4 χλμ. συναντά την Κλειτορία. Η κωμόπολη αυτή, με τα δίπατα πετρόκτιστα σπίτια της, είναι κυκλωμένη από πλούσια βλάστηση που της εξασφαλίζει ο Αροάνιος ποταμός που την περιδιαβαίνει. Οι λιθόκτιστες εκκλησιές της, οι παραδοσιακές κρήνες της που στολίζουν τις δύο μικρές της πλατείες, αλλά και οι παλιοί νερόμυλοι και τα τοξωτά γεφύρια στην έξοδό της, προκαλούν ευχάριστη εντύπωση.
Τα ερείπια της αρχαίας πόλης την οποία έκτισε ο Κλείτορας – υιός του Αζάνα, ενός από τους γενάρχες του αρκαδικού γένους – βρίσκονται μόλις 3 χλμ. μακρύτερα. Οι κάτοικοι του αρχαίου Κλείτορα, σύμφωνα με τον Παυσανία, ήταν σκληροί και φιλοπόλεμοι, αλλά επίσης εργατικοί και καλοί έμποροι.
Πρώτοι απ’ όλους στην ευρύτερη περιοχή έκοψαν νομίσματα και σύντομα απέκτησαν σημαντική οικονομική δύναμη. Η ακμή της επιβεβαιώνεται και από τις επιγραφές των προξένων της πόλης στους Δελφούς. Τα νομίσματα της (όπου στους πρώτους αρχαϊκούς αιώνες εικονίζονταν, από τη μία, ένας ιππέας και, από την άλλη, η κεφαλή της Αθηνάς και αργότερα στους αυτοκρατορικούς χρόνου – 200 μ.Χ. – ο Ασκληπιός, η θεά Τύχη και οι Διόσκουροι) έχουν βρεθεί σε αρκετές πόλεις και εκτός Πελοποννήσου.
Στην αρχαία πόλη
Στον χώρο της αρχαίας πόλης που διαθέτει οχυρωματικό περίβολο έχει βρεθεί θέατρο, αλλά και τα ιερά της Δήμητρας, του Ασκληπιού και της Ειλείθυιας, ενώ σε απόσταση 4 σταδίων (περίπου 1.400 μ.) Βρίσκονται τα ερείπια του ναού των Διόσκουρων και σε απόσταση 30 σταδίων (περίπου 10 χλμ.) βρίσκεται ο ναός της Αθηνάς Κορίας με το λατρευτικό άγαλμα και στον οποίον τελούνταν τα Κριάσια. Μέχρι το 1830, η Κλειτορία ήταν ένας μικρός οικισμός όμως μεταλλάχθηκε σύντομα σε εμπορικό κέντρο της περιοχής, με αφορμή την ετήσια ζωοπανήγυρη, που διοργανώνονταν κάθε Σεπτέμβρη – ένας θεσμός που ακόμη σήμερα πραγματοποιείται, με άλλη βέβαια μορφή.
Τα πέτρινα σπίτια της κτίστηκαν από Λαγκαδινούς, Κλαουνικιώτες και Πλανητεριώτες μαστόρους. Στα γύρο βουνά υπάρχουν αρκετά μοναστήρια, από τη βυζαντινή εποχή, οι μοναχοί των οποίων συμμετείχαν στην Επανάσταση του 1821. Η κωμόπολη αυτή δεν εξαιρέθηκε από την καταστροφική μανία των γερμανικών στρατευμάτων κατά την περίοδο της κατοχής και πυρπολήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου, αμέσως μετά το Ολοκαύτωμα στα Καλάβρυτα.
Ο Λάδωνας
Ο μυθικός Λάδωνας πηγάζει από το χωριό Λυκούρια. Εκεί φθάνου τα νερά, υπογείως, από τη λίμνη του Φενεού, η οποία βρίσκεται πίσω από τον ορεινό όγκο του Χελμού. Στη διαδρομή του δέχεται τα νερά δύο μεγάλων πραρποτάμων, του Αροάνιου και του Τράγου, διασχίζει τις όμορφες κοιλάδες της Κατσάνας με τις πλούσιες καλαμιές.
Τα νερά του, άλλοτε αιχμαλωτισμένα σε σήραγγες και άλλοτε σε λίμνες, πότε φαίνεται ν’ ανηφορίζουν και πότε να κατακρημνίζονται ανάλογα με τη μορφολογία του εδάφους που συναντούν. Τελικά κατάληξή τους, το φράγμα της ΔΕΗ, όπου θέτουν σε λειτουργία το υδροηλεκτρικό εργοστάσιο. Η τεχνητή λίμνη είναι πανέμορφη και, καθώς υπάρχει ένα ασφάλτινο δακτυλίδι που την περικλείει, ο επισκέπτης μπορεί να την περιδιαβεί.
Η μυθολογία θέλει το Λάδωνα ν’ αντιστέκεται στο Θεό Πάνα, όταν ο τραγόμορφος και φιλήδονος ακόλουθος του Διονύσου κυνηγούσε τη νύμφη των νερών, Σύριγγα, και ο Λάδωνας για να τη σώσει τη μεταμόρφωσε σε καλαμιά. Σύμφωνα πάντα με τη μυθολογία, ο Λάδωνας ήταν ποταμίσιος θεός, υιός του Ωκεανού και της νύμφης Τηθύας.
Τον ποταμό αυτό αλλά και τις πέστροφες του έχει υμνήσει και ο Παυσανίας, γράφοντας στα ‘’Αρκαδικά’’ του: «Κάλλιος γαρ μεν ένεκα ουδενός ποταμών δεύτερος ούτε των βαρβαρικών έστιν, ούτε έλληνος…».
Ο Όμηρος μνημονεύει πως στην κοίτη του ποταμού Λάδωνα υπήρχαν τρία κατοικημένα νησάκια – η Ενίσπη, η Στρατίη και η Ρίσπη. Ο Στράβωνας κάνει λόγο για την εκεί παρουσία ψαριών που έβγαζαν δυνατή φωνή! Ο ποταμός αυτός, ήρεμος και ‘’ξαπλωμένος’’ σε δαντελωτά σχήματα, σημειώνει, διατηρεί σε διαρκή θαλερότητα την πλούσια βλάστηση που αναπτύσσεται στις όχθες του και τον παρακολουθεί μέχρι την τεχνητή λίμνη.
Τα Λυκούρια
Τα Λυκούρια ήταν το παλαιότερο κεφαλοχώρι της περιοχή – μετά την Κλειτορία – και ανήκει στο νομό Αχαΐας αποτελώντας το ακρότατό του σημείο. Στην είσοδό του βρίσκονται οι πηγές του Λάδωνα. Ανάμεσα σε δύο μεγάλους βράχους, το επάνω μέρος των οποίων έχει αξιοποιηθεί με τσιμεντένια βεράντα και προστατευτική ξυλοκατασκευή, ξεπηδούν τα νερά του ποταμού με μία μοναδική ηπιότητα.
Η μικρή λιμνούλα που σχηματίζεται μπροστά από τους βράχους έχει σχεδόν ακύμαντα νερά. Οι ντόπιοι λένε ότι το βάθος του πυθμένα της είναι αρκετά μέτρα και σχηματίζει ‘’ρουφήχτρα’’, η οποία καταπίνει μέρος του νερού που βγαίνουν από την πηγή. Μεγάλα πλατάνια καλύπτουν τον χώρο και σκεπάζουν για αρκετές δεκάδες μέτρα το μικρό ρυάκι που στη συνέχεια πλαταίνει. Τα Λυκούρια απέχουν 43 χλμ. από τα Καλάβρυτα και περιστοιχίζονται από δασωμένες περιοχές και μεγάλα βοσκοτόπια, τα οποία αποτελούν και τη βασική πηγή της οικονομικής ευμάρειας των κτηνοτρόφων κατοίκων τους. Η περιοχή δεν είναι αξιοποιημένη τουριστικά.
Κείμενο: ΤΑΣΟΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ
- 299 Προβολές