
Ένα ταξίδι αλλιώτικο.
Κατά καιρούς «κυριεύουν» το μυαλό μου διάφορα τραγούδια. Με τρόπους ανεξήγητους, με αφετηρίες παράξενες, σε στιγμές ανυποψίαστες, με μεθόδους μυστηριώδεις και προελεύσεις άχρονες, έρχονται και με συγκινούν – σχεδόν πάντοτε «εκτός θέματος» – τραγούδια της ανατριχίλας, κομπιαστικά. Μια τέτοια συγκυρία θα επιχειρήσω να σας περιγράψω με αυτό το κείμενο, ένα ταξίδι αλλιώτικο να κάνουμε παρέα. Ταξίδι – στα σίγουρα / αλλιώτικο – επίσης στα σίγουρα.
Μια παράξενη σύζευξη τραγουδιών «σετάρει» στο κεφάλι μου τον τελευταίο καιρό. Τραγούδια που μιλούν με τρόπο μαγικό για ταξίδια. Ταξίδια του νου, όμως. Που μπορούν να σε βγάλουν όπου τραβάει η όρεξή σου.
Αφετηρία του παράξενου αυτού «σετ» ή ταξιδιού, αν προτιμάτε, το Δωμάτιο των αδερφών Κατσιμίχα, σε ποίηση της Λένας Παππά. Λέγεται ότι το εκπληκτικό αυτό ποίημα είναι εμπνευσμένο από τη ζωή και τη δημιουργία του Άλκη Αλκαίου, ο οποίος έγραφε σπουδαίους «ταξιδιωτικούς στίχους», καθηλωμένος από την αρρώστια σε ένα δωμάτιο.
Αλλά, μπορεί κανείς να το αμφισβητήσει;
Όλα είναι εκεί, εκεί υπάρχουν όλα
μες στο κλειστό δωμάτιο, όλα και τίποτα
αγάλματα θεών λησμονημένων και της Ελένης το πουκάμισο
όλα είναι εκεί κι άλλα πολλά, που κάποτε φαντάστηκες
Ο φόβος του Χριστού στον κήπο της Γεθσημανή
τα βήματα της θλίψης του, της αίγλης του το φως
το αίμα των θυσιασμένων και οι χαμένοι στόχοι τους
το ψύχος το δριμύ των χωρισμών
Το διαμαντένιο αηδόνι του βασιλιά της Κίνας
σινιάλα από φάρους που σβηστήκαν
και μαγικά τοτέμ από άγνωστες φυλές
κι εφηβικά κορμιά και καλοκαίρια γαλανά
θάνατοι και φωτιές κι αόρατη ομορφιά
Μες στο κλειστό δωμάτιο υπάρχουν όλα
αν έχεις μάτια να τα δεις, αν έχεις χέρια να τ’ αγγίξεις
μπορείς να βρεις κλειδί να ξεκλειδώσεις τη σιωπή τους
αρκεί να πας, ολάνοιχτος, γυρεύοντάς τα
Στο πικάπ του μυαλού μου, τη σκυτάλη παίρνει το Αερικό του Θανάση Παπακωνσταντίνου, με την ξεκάθαρη θέση του για το ταξίδι. Ο νους δεν φυλακίζεται, ταξιδεύει ως το τέλος, το όποιο τέλος. Και αυτή είναι και η υπέρτατη ανθρώπινη δύναμη, αν με ρωτάς, φίλτατε αναγνώστη. Όχι η λογική, ούτε η δύναμη. Η φαντασία.
Δες:
Όλα του κόσμου τα πουλιά
όπου κι αν φτερουγίσαν
όπου κι αν χτίσαν τη φωλιά
όπου κι αν κελαηδήσαν
Εκεί που φτερουγίζει ο νους
εκεί που ξημερώνει
μαργώνουν τα πουλιά της γης
κι ούτε ένα δεν ζυγώνει
Σαν αερικό θα ζήσω
σαν αερικό
Ανάσα είναι καυτερή
και στέπα του Καυκάσου
η σκέψη που παραμιλά
και λέει τα όνειρά σου
Όσες κι αν χτίζουν φυλακές
κι αν ο κλοιός στενεύει
ο νους μας είναι αληταριό
που όλο θα δραπετεύει
Ένα άλλο σπουδαίο τραγούδι συμπληρώνει το «ταξιδιωτικό μου μανιφέστο», της σωματικής ακινησίας, αλλά της φαντασιακής μεταφοράς σε όνειρα κι αισθήματα υγρά, με τα «φτερά» του Γιώργου Ανδρέου, του Παρασκευά Καρασούλου και του Γιώργου Νταλάρα (αυτή την εκτέλεση προτιμώ από όλες). Ναι, σωστά κατάλαβες φίλτατε αναγνώστη, για τη Μικρή Πατρίδα γράφω εδώ.
Δεν έκανα ταξίδια μακρινά
οι άνθρωποι που αγάπησα ήταν δάση
οι φίλοι μου φεγγάρια ήταν νησιά
που δίψασε η καρδιά μου να τα ψάξει
Το πιο μακρύ ταξίδι μου εσύ
η νύχτα εσύ το όνειρο της μέρας
μικρή πατρίδα σώμα μου κι αρχή
η γη μου εσύ ανάσα μου κι αέρας
Δεν έκανα ταξίδια μακρινά
ταξίδεψε η καρδιά κι αυτό μου φτάνει
σε όνειρα σ’ αισθήματα υγρά
το μυστικό τον κόσμο ν’ ανασάνει
Τελευταίο τραγούδι της σημερινής αλυσίδας, ένα ταξίδι πάνω σε μια σπασμένη πολυθρόνα. Του Παύλου Παυλίδη. Και μοιάζει με παιδικό καπρίτσιο ή με ανάμνηση χρόνων ανέμελων και «αλήτικων».
Έβλεπα έτσι από μπροστά μου να περνάνε
κάτι σπασμένοι ουρανοί με χελιδόνια.
Κάτι κλαδιά να εξαπλώνονται σαν χρόνια,
μέσ’ στην ομίχλη το καραβάνι.
Το ωραιότερο τραγούδι που ‘χω ακούσει
το είπε ένας καπετάνιος πριν πεθάνει:
“Το πιο ωραίο, το πιο ωραίο,
το πιο ωραίο είναι το επόμενο λιμάνι…”
Έτσι ταξίδεψα μακριά στην Ισπανία
ένα απόγευμα που είχε λιακάδα.
Όλη η Μεσόγειος μια παραλία,
μία κυρία περπατάει στη Γρανάδα.
Τα μαλλιά της είναι άσπρα,
το μαντήλι είναι λευκό,
μα η ματιά της είναι μαύρη.
Από μικρό παιδί το γιο της είχε στείλει
στο μέρος που μουγκρίζουνε οι ταύροι.
Παραπατάει ο ταυρομάχος στην αρένα
αλλά κι ο ταύρος τώρα πια παραπατάει.
Μπρος στα ρουθούνια του λιβάδια ανθισμένα,
το πλήθος όρθιο χειροκροτάει.
Μες στην αρένα που μαζεύτηκαν τα πλήθη
να ξαναδούν απ’ την αρχή το ίδιο τέλος
ένα κορίτσι ακονίζει με το νύχι
πίσω απ’ την πλάτη μας του έρωτα το βέλος.
Ο ταυρομάχος παίρνει φόρα και χτυπάει
όλοι νομίζουν ότι ζουν σε παραμύθι.
Αυτή ακίνητη στα μάτια τον κοιτάει
τη χαιρετάει, θα τον πετύχει.
Το ομορφότερο κορίτσι της Γρανάδας
θα εξημερώσει αυτή τη νύχτα άλλο ένα κτήνος.
Ποιάς Ισπανίας ουρανός και ποιάς Ελλάδας;
Σε πολυθρόνα σαν κι αυτή τώρα ίσως κάθεται και ‘κείνος.
Και βλέπει από μπροστά του να περνάει
το καραβάνι που ξεκίνησε και πάλι.
Αυτό το βέλος απ’ την καρδιά του
ποτέ κανείς δε θα μπορέσει να το βγάλει.
Το ωραιότερο ταξίδι που ‘χω κάνει
ήταν επάνω στη σπασμένη πολυθρόνα
που άφησαν πίσω όταν φύγαν οι τσιγγάνοι
σε μια αλάνα μες στη μέση,
μες στη μέση του χειμώνα.
Αν με γνωρίζεις, έστω και λίγο, ξέρεις αγαπητέ αναγνώστη ότι μπορώ να συνεχίσω αυτό το κείμενο δίχως σταματημό. Με ενδιαφέρει, όμως, να μου πεις για δικά σου «ταξίδια αλλιώτικα» όπως αποτυπώθηκαν στο τραγούδι μας.
Γιώργος Μυζάλης
Υ.Γ. Το συγκεκριμένο κείμενο το γράφω με το πίσω μέρος του μυαλού μου να γυρεύει τη μάνα μου. Τη μάνα μου που έζησε μια ζωή σαν του Άλκη Αλκαίου. Μπορεί να μην έγραψε ποτέ της κείμενα, ποιήματα ή στίχους, ή μπορεί και να το έκανε και να μην το γνωρίζουμε, εμείς τα πραγματικά της ποιήματα: τα παιδιά της. Σίγουρα, όμως, «ταξίδεψε» μέσα σε εκείνο το δωμάτιο. Και έφτασε μέχρι τα πέρατα του κόσμου.
- 1407 Προβολές