
Ταξίδεψε όπου δεν μπορείς: στο ανέφικτο.
Ο Θάνος Μικρούτσικος επαναλάμβανε μια φράση για το Νίκο Καββαδία, τον ποιητή που γνώρισε όσο κανείς: “δεν ήταν ποιητής της θάλασσας ο Καββαδίας“, έλεγε. “Ήταν ο ποιητής του ονείρου. Πίστευε στο ανέφικτο. Και αυτό ακριβώς έγραψε“.
Ο στίχος του ποιητή, όπως έχει επανειλημμένως γραφτεί, παραπέμπει και στο ανέφικτο του Νίκου Καζαντζάκη: “φτάσε όπου δεν μπορείς“. Συνδέεται άμεσα και το ποίημα εκείνο της Λένας Παππά (για τον Άλκη Αλκαίο), που μελοποίησαν μοναδικά οι Κατσιμιχαίοι: “Μες στο κλειστό δωμάτιο μπορείς να βρεις ό,τι δεν τόλμησες ποτέ να ονειρευτείς“. Ο Καββαδίας από τη μεριά του το έγραψε μαγικά: “χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία“.
Η ποίηση που γίνεται ζωή με αφορμή το ανέφικτο.
Θα μπορούσα να συνεχίσω την απαρίθμηση ή θα μπορούσα να κάνω μια υπερβατική “ψηλομύτικη” σύνδεση των ποιημάτων με το σήμερα. Σήμερα, ανέφικτο είναι το ταξίδι, μας λένε. Κι έρχονται να μας περιορίσουν, να μας κλειδώσουν μέσα και να μας κουνήσουν το δάχτυλο αν δεν συμμορφωθούμε.
Σε κάποιο βαθμό έχουν δίκιο. Θέλουν το καλό μας. Το καλό όλων μας. Κι ως νομοταγείς πολίτες θα τους υπακούσουμε (καλώς ή κακώς) πάλι. Η ουσία δεν βρίσκεται στις απαγορεύσεις. Η ουσία είναι αλλού: ανέφικτο ταξίδι δεν υπάρχει. Κι εδώ θα καταφύγω και πάλι στο τραγούδι και στον κορυφαίο – ίσως – στίχο των τελευταίων πολλών ετών: “Όσες κι αν χτίζουν φυλακές, κι αν ο κλοιός στενεύει, ο νους μας είναι αληταριό που όλο θα δραπετεύει“.
Ταξιδεύω το νου.
Κλείνω τα μάτια. Ταξιδεύω και ζω μέσα σε ένα τραγούδι. Μιλάει για της Ίντιας τα φανάρια. Είμαι εκεί, μεσάνυχτα, δίχως πλευρικά. Ρισάλτο βαράνε οι ναύτες κι εγώ έχω βάρδια.
Ανοίγω τα μάτια. Ταξιδεύω στις σελίδες ενός βιβλίο. Είμαι καβάλα στο άλογο μου, φρεσκογυαλισμένος και πάνοπλος. Μπροστά μου αμέτρητοι εχθροί. Θα τους αφανίσω. Εφορμώ με όλη μου τη δύναμη. Αφέντη στάσου, φωνάζει πίσω μου ο Πάντσο. Δεν τον ακούω, φυσικά.
Κλείνω πάλι τα μάτια. Θυμάμαι το Παρίσι, την πρώτη φορά. Δεκέμβριος του 2008 κι η πόλη άδεια από ντόπιους. Μόνοι μας είμαστε οι “παλιοτουρίστες”. Για μισό λεπτό. Εγώ δεν είμαι τουρίστας. Ντόπιος είμαι. Και μένω στο Asnières-sur-Seine με την οικογένεια που διάλεξα. Για ετούτα τα καθοριστικά Χριστούγεννα. Το πρωί “προσκύνησα” τον τάφο του Jim Morrison. Και τώρα πίνω ζεστό κρασί στα Champs–Élysées.
Ανέφικτο ταξίδι δεν υπάρχει.
Μπορείς να είσαι όπου θες να είσαι κάθε φορά. Μην το χαρίζεις σε κανέναν αυτό. Κι αν θες παρέα ζήτα της να σε συναντήσει μες στο κλειστό δωμάτιο. Όποιο κακό κι αν σας βρει, θα σας βρει τουλάχιστον αγκαλιασμένους και ταξιδιάδηρες. Βουρ!
Γιώργος Μυζάλης – μουσικολόγος, συγγραφέας.
- 341 Προβολές